- σκανδαλοθηρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία: Τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά έχουν μεγάλη κυκλοφορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκανδαλοθηρικός — ή, ό, Ν [σκανδαλοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία ή στον σκανδαλοθήρα («σκανδαλοθηρικό δημοσίευμα»). επίρρ... σκανδαλοθηρικά Ν (τροπ.) με σκανδαλοθηρικό τρόπο … Dictionary of Greek
Γκάρντνερ, Άβα — (Ava Gardner,Βόρεια Καρολίνα 1922 – Λονδίνο 1990). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Αυτή που κάποτε ονομάστηκε «η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου», ειδικεύτηκε σε ρόλους μοιραίας γυναίκας, για σχεδόν δύο δεκαετίες στο Χόλιγουντ. Αν και… … Dictionary of Greek